- λυροποιία
- λυροποιΐα, ἡ (Α) [λυροποιός]η τέχνη τής κατασκευής λυρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυροποιία — λυροποιίᾱ , λυροποιία manufacture of lyres fem nom/voc/acc dual λυροποιίᾱ , λυροποιία manufacture of lyres fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυροποιητικός — λυροποιητικός, ή, όν (Α) το θηλ. ως ουσ. ἡ λυροποιητική η τέχνη τού λυροποιού. επίρρ... λυροποιητικῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει στη λυροποιία ή στον λυροποιό … Dictionary of Greek